- τηλεφόρτωση
- η, Ν(πληροφ.) η από απόσταση φόρτωση ενός προγράμματος σε ένα πληροφορικό σύστημα επεξεργασίας, λ.χ. σε έναν ηλεκτρονικό υπολογιστή, με τη βοήθεια ενός τερματικού ή ενός άλλου ηλεκτρονικού υπολογιστή μέσω τηλεφωνικών ή άλλων αντίστοιχων γραμμών.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. γαλλ. telechargement < tele- (< τηλ[ε]-*) + chargement «φόρτωση»].
Dictionary of Greek. 2013.